- ονομαστήρια
- ὀνομαστήρια, τὰ (Α)επέτειος τής ημέρας κατά την οποία πήρε κάποιος το όνομά του.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *ὀνομαστήριος (< ὀνομάζω + επίθημα -τήριος, πρβλ. κολασ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ονοματοθέσια — ὀνοματοθέσια, τὰ (Μ) [ονοματοθέτης] εορτασμός τής ημέρας κατά την οποία κάποιος πήρε το όνομά του, τα ονομαστήρια τών παιδιών … Dictionary of Greek